- θολάδα
- η [θολός]1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
καταχνάδα — η θαμπάδα, θολάδα, θάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχνάδα (< αχνός)] … Dictionary of Greek